- χόκεϊ
- Ονομασία αθλήματος που παίζεται σε αγωνιστικούς χώρους με χόρτο (γρασίδι) ή πάγο. Εμφανίστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. Παίζεται από 2 ομάδες με 11 παίκτες η καθεμία. Υπάρχει και χ. σε πάγο, που παίζεται από 2 ομάδες 6 παικτών.
Αγώνας χόκεϊ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και χόκεϋ, το, Ν1. (αθλ.) ομαδικό παιχνίδι, ανάλογο με το ποδόσφαιρο, που παίζεται όμως με τη βοήθεια ειδικής καμπύλης ράβδου, με την οποία οι παίκτες χτυπούν έναν μικρό δίσκο ή μια μικρή σκληρή σφαίρα, αντίστοιχα με καθεμιά από τις δύο παραλλαγές τού παιχνιδιού2. φρ. α) «χόκεϊ επί πάγου»(αθλ.) η πιο διαδεδομένη μορφή χόκεϊ, που παίζεται σε παγοδρόμιο από δύο ομάδες παικτών με παγοπεδιλα, αποτελούμενες από έξι άτομα η καθεμιά, και στην οποία χρησιμοποιείται μικρός δίσκος, που ολισθαίνει στην επιφάνεια τού πάγουβ) «χόκεϊ επί χόρτου»(αθλ.) χόκεϊ που παίζεται, σε γήπεδο με χλοοτάπητα, από δύο ομάδες, με έντεκα παίκτες η καθεμιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hockey].
Dictionary of Greek. 2013.